ντουμανιάζω

ντουμανιάζω
[ντουμάνι]
1. (για κλειστό χώρο) γεμίζω καπνό
2. (μτβ.) γεμίζω κάποιον με καπνό («μάς ντουμάνιασε με τα τσιγάρα του»)
3. βγάζω πολύ καπνό («ντουμάνιασε η καμινάδα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ντουμανιάζω — ντουμανιάζω, ντουμάνιασα, ντουμανιασμένος βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ντουμανιάζω — ντουμάνιασα, ντουμανιασμένος, μτβ. και αμτβ., γεμίζω, περιβάλλομαι από καπνό ή σκόνη: Ντουμάνιασε ο τόπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ντουμάνιασμα — το [ντουμανιάζω] παρουσία πυκνού καπνού σε κλειστό χώρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”